- τριαίνας
- τριαίνᾱς , τρίαιναtridentfem acc plτριαίνᾱς , τρίαιναtridentfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριαινοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει σχήμα τρίαινας. επίρρ... τριαινοειδῶς Α σε σχήμα τρίαινας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίαινα + ειδής*] … Dictionary of Greek
τριαινοκράτωρ — ορος, ὁ, Α (για τον Ποσειδώνα) ο εξουσιαστής τής τρίαινας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίαινα + κράτωρ (βλ. λ. αυτο κράτωρ)] … Dictionary of Greek
κερατιίδες ή κερατιίνες — Οικογένεια ψαριών της τάξης των λοφιομόρφων. Απαντώνται σε μεγάλα βάθη, σε όλες τις θάλασσες. Το σώμα τους είναι νωτοκοιλιακά πεπιεσμένο, γυμνό και αρκετά μαλακό. Το στόμα τους είναι σχεδόν κατακόρυφο, τα δόντια τους πολύ δυνατά και τα μάτια τους … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ρεθύμνου — H ιστορία της πρώτης αρχαιολογικής συλλογής του Pεθύμνου ξεκίνησε το 1888, με πρωτοβουλία του Eλληνικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Pεθύμνης. Mέχρι το 1990 το μουσείο στεγαζόταν στη Λότζια, στο κέντρο της παλιάς πόλης. Tότε η συλλογή μεταφέρθηκε… … Dictionary of Greek